- συνεκτραχύνομαι
- Α(για ποταμό ή χείμαρρο) γίνομαι ορμητικός μαζί με κάποιον («ὁ Ἄσσος συμπίπτων τῷ Κηφισῷ καὶ συνεκτραχυνόμενος», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκτραχύνομαι «ερεθίζομαι, εξοργίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκτραχύνει — συνεκτραχύ̱νει , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres ind mp 2nd sg συνεκτρᾱχύ̱νει , συνεκτραχύνομαι to be furious together aor subj act 3rd sg (epic) συνεκτρᾱχύ̱νει , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτραχύνεται — συνεκτραχύ̱νεται , συνεκτραχύνομαι to be furious together aor subj mp 3rd sg (epic) συνεκτραχύ̱νεται , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres ind mp 3rd sg συνεκτρᾱχύ̱νεται , συνεκτραχύνομαι to be furious together aor subj mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτραχύνουσι — συνεκτρᾱχύ̱νουσι , συνεκτραχύνομαι to be furious together aor subj act 3rd pl (epic) συνεκτρᾱχύ̱νουσι , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεκτρᾱχύ̱νουσι , συνεκτραχύνομαι to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτραχυνομένη — συνεκτραχῡνομένη , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) συνεκτρᾱχῡνομένη , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτραχυνόμενος — συνεκτραχῡνόμενος , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres part mp masc nom sg συνεκτρᾱχῡνόμενος , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτραχύνονται — συνεκτραχύ̱νονται , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres ind mp 3rd pl συνεκτρᾱχύ̱νονται , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτραχύνας — συνεκτρᾱχύ̱νᾱς , συνεκτραχύνομαι to be furious together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτραχύνων — συνεκτρᾱχύ̱νων , συνεκτραχύνομαι to be furious together pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)